ΓΕΝΙΚΑ

Ο καρκίνος του οισοφάγου είναι γνωστός για την επιθετική συμπεριφορά του, καθώς διηθεί τοπικά και μεθίσταται στους γειτονικούς λεμφαδένες αλλά και αιματογενώς. Η απουσία ορογόνου συμβάλλει σε αυτή την επιθετική συμπεριφορά, επιτρέποντας την τοπική επέκταση του όγκου. Το 75% των ασθενών με καρκίνο οισοφάγου παρουσιάζεται με λεμφαδενικές μεταστάσεις λόγω της πλούσιας λεμφικής παροχέτευσης του μεσοθωρακίου.

Οι δύο συχνότεροι ιστολογικοί τύποι καρκίνου του οισοφάγου είναι ο καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων και το αδενοκαρκίνωμα. Ο καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων ήταν για πολλά χρόνια ο κύριος εκπρόσωπος καρκίνου του οισοφάγου. Τα τελευταία χρόνια όμως, έχει αυξηθεί κατά πολύ η συχνότητα εμφάνισης του αδενοκαρκινώματος στις δυτικές χώρες, ενώ στις ΗΠΑ το αδενοκαρκίνωμα είναι πλέον ο συχνότερος τύπος καρκίνου του οισοφάγου.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Η επίπτωση του καρκίνου του οισοφάγου διαφέρει ανάλογα με την περιοχή. Η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης παρατηρείται στις περιοχές του Βορείου Ιράν, της Κίνας και της Νότιας Αφρικής. Αντίθετα στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική παρατηρείται μειωμένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου. Το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των Ηνωμένων Πολιτειών, έχοντας επεξεργαστεί στατιστικά δεδομένα από το 1975 έως το 2006, αναφέρει ότι οι μαύροι έχουν περίπου διπλάσια συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου από ότι οι λευκοί και ότι οι άντρες έχουν τριπλάσια περίπου συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου σε σχέση με τις γυναίκες. Στο παρελθόν ο συχνότερος ιστολογικός τύπος καρκίνου του οισοφάγου ήταν ο καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων. Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρήθηκε μία αύξηση (άνω του 100%) της συχνότητας εμφάνισης του αδενοκαρκινώματος, και πλέον το αδενοκαρκίνωμα αποτελεί τον συχνότερο ιστολογικό τύπο καρκίνου του οισοφάγου στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλές δυτικές χώρες (περίπου 60% των περιπτώσεων καρκίνου του οισοφάγου).

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

Οι δύο συχνότεροι ιστολογικοί τύποι καρκίνου του οισοφάγου είναι:

Καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων.

Στο παρελθόν αποτελούσε την πλειονότητα των καρκίνων του οισοφάγου, πλέον όμως η συχνότητα του έχει μειωθεί στις ανεπτυγμένες χώρες στο 40%. Προέρχεται από τα πλακώδη κύτταρα του βλεννογόνου του οισοφάγου. Τα καρκινικά πλακώδη κύτταρα παρουσιάζουν κάποιου βαθμού κερατινοποίηση. Αναλόγως του βαθμού κερατινοποίησης ο καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων χαρακτηρίζεται ως καλώς, μετρίως ή κακώς διαφοροποιημένος. Θεωρείται πως ο καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων του οισοφάγου έχει την ικανότητα να αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από τους υπόλοιπους καρκίνους του γαστρεντερικού συστήματος. Ο χρόνος διπλασιασμού του έχει βρεθεί ότι είναι 6,3 μήνες.

Οι όγκοι εκ πλακωδών κυττάρων έχουν 4 κύριες παθαλογοανατομικές εμφανίσεις:

  • Μυκητοειδής εμφάνιση: ενδοαυλική ανάπτυξη με επιφανειακή διάβρωση και εξαιρετική ευθρυπτότητα.
  • Ελκωτική εμφάνιση: έλκος με επίπεδη βάση με υπεγερμένα, αιμορραγικά, εύθρυπτα, σκληρά χείλη.
  • Διηθητική εμφάνιση: επιμήκης ή δακτυλιοειδής ενδοτοιχωματική ανάπτυξη.
  • Πολυποειδική εμφάνιση: ενδοαυλική πολυποειδική ανάπτυξη με λεία επιφάνεια και στενό μίσχο (εμφανίζονται περίπου στο 5% των ασθενών και έχουν πολύ καλύτερη πρόγνωση από τους υπόλοιπους τύπους εμφάνισης).

Αδενοκαρκίνωμα.

Το αδενοκαρκίνωμα πριν την δεκαετία του ’90 ήταν σχετικά σπάνιο, όμως τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί και στις ΗΠΑ είναι πλέον ο συνηθέστερος τύπος καρκίνου του οισοφάγου, ενώ στις δυτικές χώρες πλησιάζει το 60% των καρκίνων του οισοφάγου. Εξορμά από τους υποβλεννογόνιους αδένες του οισοφάγου ή συχνότερα από το μεταπλαστικό αδενικό επιθήλιο (οισοφάγος Barrett). Αυτή η αύξηση της συχνότητας εμφάνισης του αδενοκαρκινώματος έναντι του καρκίνου εκ πλακωδών κυττάρων αποδίδεται στην αύξηση της γαστροοισοφαγικής παλινδρομικής νόσου (ΓΟΠΝ). Η ΓΟΠΝ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης οισοφάγου Barrett, ο οποίος με την σειρά του αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αδενοκαρκινώματος κατά 30-40 φορές. Εμφανίζεται κυρίως στο κάτω τριτημόριο του οισοφάγου, ιδίως κοντά στην γαστροοισοφαγική συμβολή. Το αδενοκαρκίνωμα εμφανίζεται αρχικά σαν επίπεδη ή υπεγερμένη πλάκα βλεννογόνου, η οποία στη συνέχεια μπορεί να αναπτύξει έλκος ή να μετατραπεί σε μεγάλη οζώδη μάζα.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Γενικά, οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου του οισοφάγου περιλαμβάνουν:

  • Ηλικία: ιδίως άνω των 60 ετών
  • Φύλο: οι άντρες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τις γυναίκες (3-4:1)
  • Γεωγραφική εντόπιση: μεγαλύτερο κίνδυνο έχουν οι κάτοικοι της Μέσης Ανατολής, Νοτίου Αφρικής, Κίνας, Νότιας Ρωσίας και της Ινδίας

Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος του οισοφάγου περιλαμβάνουν:

  • Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσος (ΓΟΠΝ): 10-15% των ασθενών με ΓΟΠΝ, οι οποίοι υποβάλλονται σε οισοφαγογαστροσκόπηση, αποδεικνύεται ότι πάσχουν από μετάπλαση του οισοφαγικού βλεννογόνου από πλακώδες σε κυλινδρικό, κατάσταση η οποία ονομάζεται οισοφάγος Barrett. Μετά την δημιουργία του οισοφάγου Barrett το μεταπλαστικό επιθήλιο μπορεί να αναπτύξει χαμηλού βαθμού και στην συνέχεια υψηλού βαθμού δυσπλασία, η οποία με την σειρά της οδηγεί στην ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος. Ο κίνδυνος ανάπτυξης αδενοκαρκινώματος του οισοφάγο σε ασθενείς με οισοφάγο Barrett είναι 30-60 φορές μεγαλύτερος από τον γενικό πληθυσμό.

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου εκ πλακωδών κυττάρων περιλαμβάνουν:

  • Χρόνια κατανάλωση προϊόντων καπνού και αλκοόλ
  • Έλλειψη βιταμινών ή άλλων διατροφικών παραγόντων (π.χ. ριφοβλαβίνης)
  • Ο ιός του HPV έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας κινδύνου

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα συμπτώματα του καρκίνου του οισοφάγου είναι αβληχρά και για αυτό το λόγο οι ασθενείς παρουσιάζονται σε προχωρημένο στάδιο στον ιατρό. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:

  • Μη ειδική οπισθοστερνική δυσφορία ή και πόνο (20-46%)
  • Δυσφαγία (87-95%)
  • Έμετους ή παλινδρόμηση φαγητού προς το στόμα (30-45%)
  • Απώλεια βάρους (42-70%)
  • Αδυναμία/ καταβολή

Η δυσφαγία είναι το πρωιμότερο σύμπτωμα, όμως εμφανίζεται όταν η νόσος είναι προχωρημένη καθώς λόγω της μεγάλης ελαστικότητας του οισοφάγου, πρέπει να αποφραχθούν τα δύο τρίτα του αυλού για να εμφανιστεί. Η δυσφαγία αφορά αρχικά τη λήψη των στερεών τροφών. Προοδευτικά ο ασθενής παρουσιάζει δυσκολία και στην κατάποση των υγρών και σε χρονικό διάστημα περίπου 6 μηνών από την έναρξη της καταλήγει σε πλήρη αδυναμία προώθησης τόσο της τροφής όσο και του σιέλου. Ο πόνος προκαλείται είτε από τις έντονες συσπάσεις που κάνει ο οισοφάγος προκειμένου να υπερκεράσει το κώλυμα που δημιουργεί ο όγκος, είτε σε σπασμό αυτού, είτε σε διείσδυση του όγκου τοπικά ή στους γειτονικούς παραοισοφαγικούς λεμφαδένες.

Η δυσκολία στην λήψη τροφής οδηγεί στην απώλεια βάρους. Οι αναγωγές μπορεί να οδηγήσουν σε εισρόφηση με αποτέλεσμα συχνές πνευμονίες αλλά και μόνιμες πνευμονικές βλάβες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν αρνητική επίδραση στην νοσηρότητα και την θνησιμότητα.

Σε όγκους του τραχηλικού οισοφάγου μπορεί να εμφανιστούν βήχας, βράγχος φωνής και δυσκαταποσία.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Οι εξετάσεις που αποτελούν τα διαγνωστικά εργαλεία του ιατρού είναι:

  • Διάβαση οισοφάγου με βάριο (εικόνα): παρατηρείται ανώμαλο έλλειμμα στον αυλό του οισοφάγο, μπορεί να αναδείξει την παρουσία απόφραξης ή συριγγίων.
  • Οισοφαγογαστροσκόπηση (εικόνα): είναι υποχρεωτική σε κάθε ασθενή με υποψία καρκίνου του οισοφάγου, δίνει την δυνατότητα λήψης βιοψιών αλλά και κυτταρολογικού υλικού από την βλάβη.
  • Αξονική και μαγνητική τομογραφία: δίνει πληροφορίες για την τοπική επέκταση της βλάβης, την ύπαρξη διογκωμένων λεμφαδένων ή απομακρυσμένων μεταστάσεων. Είναι κατάλληλη για μεταστάσεις στο ήπαρ, τον πνεύμονα, τον υπεζωκότα που έχουν μέγεθος μεγαλύτερο από 2 εκατοστά.
  • Ενδοσκοπικός υπέρηχος: καθορίζει την ανατομική εντόπιση και δίνει πληροφορίες για την ύπαρξη διογκωμένων λεμφαδένων μεσοθωρακίου. Ιδιαίτερα κατάλληλο για την παρατήρηση των λεμφαδένων που βρίσκονται στον άξονα της κοιλιακής αορτής και του αριστερού λοβού του ήπατος.
  • Τομογραφία με εκπομπή ποζιτρονίων (PET) ή θωρακοσκόπηση και λαπαροσκόπηση: εκτιμά την συμμετοχή λεμφαδένων.
  • Εξειδικευμένες εξετάσεις για τη μελέτη των απομακρυσμένων μεταστάσεων. (π.χ. βιοψία με λεπτή βελόνη, διαβρογχική βιοψία, σπινθηρογράφημα οστών).
Μέθοδος Ακρίβεια εντόπισης πρωτοπαθούς όγκου Ακρίβεια εντόπισης διογκωμένων λεμφαδένων Ακρίβεια εντόπισης απομακρυσμένων μεταστάσεων
Αξονική τομογραφία 50-60% 40-75% 85-90%
Ενδοσκοπικός υπέρηχος 75-92% 50-88% 65-85%
Μαγνητική τομογραφία 95% 55-75%
Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων 48-76% 70-90%
Θωρακοσκόπηση/λαπαροσκόπηση 90-95%

ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ

Στάδιο 0:

  • Τ0Ν0Μ0
  • Τis N0M0

Στάδιο Ιa:

  • Τ1Ν0Μ0

Στάδιο Ib:

  • Τ2Ν0Μ0

Στάδιο ΙΙa:

  • Τ3Ν0Μ0

Στάδιο ΙΙb:

  • Τ1Ν1Μ0
  • Τ2Ν1Μ0

Στάδιο ΙΙΙa:

  • T1N2M0
  • T2N2M0
  • Τ3Ν1Μ0
  • Τ4aN0Μ0

Στάδιο IIIb:

  • T3N2M0

Στάδιο ΙΙΙc:

  • Οποιοδήποτε Τ Ν3 Μ0
  • Τ4aN1M0
  • T4aN2M0
  • T4b οποιδήποτε Ν M0

Στάδιο ΙV

  • Οποιοδήποτε Τ οποιοδήποτε Ν Μ1

Τ: πρωτοπαθής όγκος

  • Τ0: καμία ένδειξη πρωτοπαθούς όγκου
  • Τis: καρκίνος in situ (υψηλόβαθμη δυσπλασία)
  • Τ1: όγκος που διεισδύει την βασική μεμβράνη, τον βλεννογόνο ή τον υποβλεννογόνιο αλλά δεν διαπερνά το όριο μεταξύ υποβλεννογόνιου και μυϊκού χιτώνα
  • Τ2: όγκος που διεισδύει στον μυϊκό χιτώνα αλλά δεν διαπερνά το όριο μεταξύ μυϊκού χιτώνα και περιοισοφαγικού ιστού
  • Τ3: όγκος που διεισδύει τον περιοισοφαγικό ιστό αλλά όχι γειτονικές δομές (π.χ. τραχεία)
  • Τ4a: όγκος που διηθεί υπεζωκότα, περικάρδιο, διάφραγμα ή γειτονικό περιτόναιο
  • Τ4b: όγκος που διηθεί αορτή, τραχείο ή σώμα σπονδύλου

Ν: περιοχικοί λεμφαδένες

  • Ν0: χωρίς διηθημένους λεμφαδένες
  • Ν1: μετάσταση σε 1-2 περιοχικούς λεμφαδένες
  • Ν2: μετάσταση σε 3-6 γειτονικούς λεμφαδένες
  • Ν3: μετάσταση σε περισσότερους από 6 γειτονικούς λεμφαδένες

Μ: απομακρυσμένες μεταστάσεις

  • Μ0: χωρίς απομακρυσμένες μεταστάσεις
  • Μ1: ύπαρξη απομακρυσμένων μεταστάσεων

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου του οισοφάγου περιλαμβάνει την χειρουργική επέμβαση, τη χημειοθεραπεία, την ακτινοβολία ή των συνδυασμό των παραπάνω.

  • Χειρουργική επέμβαση

Η επιλογή της χειρουργικής επέμβασης επηρεάζεται από πολλούς γενικούς παράγοντες όπως η αδυναμία του ασθενούς, η κακή θρέψη, οι καρδιακές διαταραχές, η δυσλειτουργία οργάνων και η τοπική διήθηση σε ζωτικά όργανα. Περίπου το 50% των ασθενών με καρκίνο οισοφάγου είναι κατάλληλοι για χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου. Εάν ενδείκνυται οισοφαγεκτομή, υπάρχουν 2 κύριες χειρουργικές προσεγγίσεις: οισοφαγεκτομή με θωρακοτομή ή αλλιώς en bloc ολική οισοφαγεκτομή και η ολική οισοφαγεκτομή δια του διαφράγματος (transhiatal).

Η οισοφαγεκτομή με θωρακοτομή δίνει την δυνατότητα λεμφαδενικού καθαρισμού του μεσοθωρακίου υπό άμεση επισκόπηση. Η ενδεδειγμένη προσπέλαση είναι ο συνδυασμός δεξιάς θωρακοτομής, μέσης λαπαροτομής και αριστερής πλάγιας τραχηλικής τομής. Ο οισοφάγος, ο εγγύς στόμαχος και οι γειτονικοί ιστοί αυτών (περιοισοφαγικό λίπος με τους γειτονικούς λεμφαδένες, άζυγος φλέβα, μείζον θωρακικός πόρος) αφαιρούνται και διενεργείται οισοφαγογαστρική αναστόμωση στον τράχηλο με ορθοτοπική τοποθέτηση του μοσχεύματος του στομάχου στο οπίσθιο μεσοθωράκιο. Ταυτόχρονα διενεργείται μια πυλωροπλαστική για πρόληψη της γαστρικής απόφραξης λόγω του σπασμού που προκαλείται στον πυλωρό μετά την βαγοτομή. Στις επιπλοκές της επέμβασης περιλαμβάνονται: διεγχειρητικές επιπλοκές (κίνδυνος από την αναισθησία, αιμορραγία, κ.α.), αναπνευστικές επιπλοκές (π.χ. ατελεκτασία, αναπνευστική ανεπάρκεια),καρδιολογικές επιπλοκές, διαφυγή από την αναστόμωση, νέκρωση του μοσχέυματος του στομάχου, χυλοθώρακας, λοίμωξη τραύματος αλλά και απώτερες επιπλοκές (π.χ. στένωση αναστόμωσης) κ.α. Η θνησιμότητα της επέμβασης ποικίλλει από 2-15%.

Η οισοφαγεκτομή δια του διαφράγματος προτάθηκε λόγω της υψηλής θνησιμότητας της διαθωρακικής εκτομής. Η προσπέλαση περιλαμβάνει μια μέση λαπαροτομή και αριστερή πλάγια τραχηλική τομή. Ο οισοφάγος παρασκευάζεται τυφλά από την κοιλιά και τον τράχηλο και αφαιρείται. Αντικαθίσταται από τον στόμαχο, ο οποίος αναστομώνεται στον τράχηλο με τον υπολειπόμενο τραχηλικό οισοφάγο. Ομοίως η διενέργεια πυλοροπλαστικής είναι απαραίτητη για την πρόληψη του πυλωρικού σπασμού μετά την βαγοτομή. Η επέμβαση αυτή έχει το μειονέκτημα του περιορισμένου λεμφαδενικού καθαρισμού και του αυξημένου κινδύνου αιμορραγίας διεγχειρητικά. Στις επιπλοκές της επέμβασης περιλαμβανονται: διεγχειρητικές επιπλοκές (κίνδυνος από την αναισθησία, αιμορραγία, κ.α.), αναπνευστικές επιπλοκές, καρδιολογικές επιπλοκές, διαφυγή από την αναστόμωση, νέκρωση μοσχεύματος στομάχου, λοίμωξη τραύματος αλλά και απώτερες επιπλοκές (π.χ. στένωση αναστόμωσης). Η θνησιμότητα της επέμβασης είναι 2-8%.

Κατά τη διάρκεια της επέμβασης μπορεί να τοποθετηθεί νηστιδοστομία (σωλήνας για χορήγηση διατροφής) στο λεπτό έντερο, με σκοπό την καλύτερη υποστήριξη της θρέψης του ασθενούς μετεγχειρητικά.

  • Ακτινοθεραπεία

Η ακτινοθεραπεία σαν μονοθεραπεία στον καρκίνο του οισοφάγου δεν χρησιμοποιείται καθώς παρουσιάζει πενταετή επιβίωση μόνο 5-10%. Όμως έχει χαμηλή νοσηρότητα και μπορεί να ανακουφίσει από τα συμπτώματα της απόφραξης μέσα σε μία εβδομάδα αλλά και από τα συμπτώματα της δυσφαγίας μέσα σε 6 μήνες. Στόχος είναι η καταστροφή του όγκου και των επεκτάσεών του είτε τοπικών είτε απομακρυσμένων. Ο στόχος περιλαμβάνει μια περιοχή 5 εκατοστών πάνω και κάτω από τον όγκο και τις παρακείμενες ομάδες λεμφαδένων. Η ακτινοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί είτε σε υπερβολική κλασματοποίηση (μικρές δόσεις 2-3 φορές τη μέρα), είτε σε επιταχυμένη κλασματοποίηση (φυσιολογικές δόσεις περισσότερο από μία φορά την ημέρα) ή με συμβατικό τρόπο (φυσιολογικές δόσεις μία φορά την ημέρα). Το εύρος κυμαίνεται από 5000cGy σε 20 συνεδρίες για 4 εβδομάδες μέχρι 6600cGy σε 33 συνεδρίες για 7 εβδομάδες. Επιπλοκές που παρατηρούνται μετά από ακτινοθεραπεία είναι η πνευμονίτιδα, η περικαρδίτιδα, η μυοκαρδίτιδα, η στένωση (40%), κ.α. Η ακτινοθεραπεία μπορεί να εφαρμοσθεί προεγχειρητικά με σκοπό την ελάττωση του μεγέθους του όγκου, για την διευκόλυνση της επέμβασης και την μείωση του κινδύνου διασποράς κατά τους χειρουργικούς χειρισμούς. Παρόλα αυτά η προεγχειρητική ακτινοθεραπεία δεν βελτιώνει την πενταετή επιβίωση μετά το χειρουργείο. Η μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία έχει ως σκοπό την καταστροφή των υπολειπόμενων κακοήθων κυττάρων μετά το χειρουργείο. Παρά την μείωση του κινδύνου τοπικής υποτροπής, δεν παρατηρείται αύξηση της πενταετούς επιβίωσης με την μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία.

  • Χημειοθεραπεία

Η χημειοθεραπεία σαν μονοθεραπεία στον καρκίνο του οισοφάγου δεν είναι αποτελεσματική. Παρατηρείται ακτινογραφική βελτίωση στο 50% όμως απαιτούνται περίπου 3 κύκλοι (10-12 εβδομάδες) χημειοθεραπείας για να παρατηρηθεί ανακούφιση της δυσφαγίας. Γενικά, όμως δεν παρατηρείται βελτίωση στην επιβίωση. Η χημειοθεραπεία εφαρμόζεται προεγχειρητικά μόνη ή σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία για να αυξηθεί το ποσοστό των εγχειρήσιμων περιστατικών. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί παρηγορικά σε συνδυασμό με την ακτινοθεραπεία σε περιπτώσεις ανεγχείρητων όγκων, χωρίς να συμβάλλει στην αύξηση της επιβίωσης. Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα χημειοθεραπευτικά φάρμακα είναι η σισπλατίνη και η 5-φθοριοουρακίλη. Άλλα φάρμακα είναι η πακλιταξέλη, η καμπτοθηκίνη, η ιρινοτεκάνη και η βινορελβίνη. Τα ποσοστά ανταπόκρισης στο διπλό σχήμα που βασίζεται στην σισπλατίνη είναι 50-70%. Εάν προστεθεί και τρίτος παράγοντας, συνήθως ενός αλκαλοειδούς της vinca rosea ή μπλεομυκίνης ή μιτογουαζόνης, βελτιώνει κατά λίγο την ανταπόκριση αλλά αυξάνει την τοξικότητα.

 

ΠΑΡΗΓΟΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η παρηγορική θεραπεία απευθύνεται στους ασθενείς, οι οποίοι είναι μη κατάλληλοι να υποβληθούν σε επέμβαση εξαιτίας της κακής θρέψης, της αδυναμίας που προκαλεί η νόσος, των συμπαρομαρτούντων νοσημάτων τους ή εξαιτίας της αδυναμίας εξαιρεσιμότητας του όγκου ή της υποτροπής του όγκου τους. Στόχος αυτού του τύπου της θεραπείας δεν είναι η εξαίρεση της βλάβης αλλά η βελτίωση της θρέψης και η ανακούφιση από τα συμπτώματα με τον αποτελεσματικότερο και λιγότερο επεμβατικό τρόπο. Η μέθοδος επιλέγεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς και το προσδόκιμο επιβίωσής του. Οι διαστολές επιτρέπουν την ανακούφιση από τη δυσφαγία και την ενδοσκοπική εκτίμηση του οισοφάγου. Ο χρόνος ελεύθερος συμπτωμάτων είναι κάποιες εβδομάδες, οπότε και πρέπει να επαναληφθεί η διαδικασία. Η διαστολή ενέχει τον κίνδυνο της ρήξης του οισοφάγου, ο οποίος αυξάνεται σε κάθε επανάληψη της διαδικασίας, και τον κίνδυνο της αιμορραγίας. Η τοποθέτηση stent στον οισοφάγο διασφαλίζει την βατότητα αυτού και επιτρέπει στον ασθενή να καταπιεί, βελτιώνοντας παράλληλα την θρέψη του. Τα stent που χρησιμοποιούνται διαθέτουν δύο στιβάδες σύρματος που χωρίζονται από ένα στρώμα σιλικόνης, αποτρέποντας έτσι την προς τα έσω ανάπτυξη του όγκου. Η τοποθέτηση stent ενδείκνυται και για ασθενείς με τραχειοοισοφαγικό συρίγγιο, αφού αυτό αποφράσσεται από την επιφάνεια του stent, δίνοντας στον ασθενή την ευκαιρία να τραφεί από το στόμα για τους υπόλοιπους μήνες ζωής του. Οι ασθενείς με stent θα πρέπει να έχουν ειδική διατροφή καθώς πρέπει να επιλέγουν τροφές που διέρχονται εύκολα μέσα από τον άκαμπτο σωλήνα. Η φωτοδυναμική θεραπεία είναι μια μέθοδος κατά την οποία χορηγείται ενδοφλεβίως μια φωτοευαίσθητη ουσία (π.χ. αιθέρας της διαιματοπορφυρίνης), η οποία προσλαμβάνεται από τον όγκο σε πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση από ότι στους φυσιολογικούς ιστούς. Στη συνέχεια μέσω ενός εύκαμπτου ενδοσκοπίου ένα σύστημα laser χαμηλής ισχύος, που παράγει κόκκινο φως, στοχεύει τον όγκο. Η φωτοευαίσθητη ουσία απορροφώντας το φως παράγει ρίζες οξυγόνου που καταστρέφουν τον όγκο. Η οισοφαγοσκόπηση επαναλαμβάνεται 3 μέρες μετά για να απομακρυνθεί ο νεκρωτικός ιστός. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται ανάλογα με τις ανάγκες. Η φωτοδυναμική θεραπεία αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης συριγγίου και τον κίνδυνο εισρόφησης. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες τις περιλαμβάνονται το οίδημα χεριών και προσώπου, και η φωτοευαισθησία.

 

ΠΡΟΓΝΩΣΗ

Η επιβίωση ενός ασθενούς εξαρτάται τόσο από το στάδιο της νόσου, όσο και από την θεραπεία που αυτός θα λάβει. Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα ο ιστολογικός τύπος δεν επηρεάζει την πρόγνωση. Η συνολική πενταετής επιβίωση είναι 20-25%. Μπορεί όμως να βελτιωθεί αναλόγως της θεραπείας που επιλέγεται. Ασθενείς που έλαβαν προεγχειρητική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία παρουσιάζοντας πλήρη ανταπόκριση είχαν συνολική πενταετή επιβίωση 48%. Ασθενείς με καρκίνο σταδίου IV έχουν πενταετή επιβίωση λιγότερο από 5%.

 

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Η παρακολούθηση (follow up) είναι απαραίτητη. Γίνεται σε συννενόηση με τον θεράποντα χειρουργό και τον θεράποντα ογκολόγο. Συνήθως απαιτείται στενή παρακολούθηση για τον πρώτο χρόνο (ανά 3-6 μήνες) και με το πέρας του χρόνου τα διαστήματα παρακολούθησης αραιώνουν μέχρι τα 5 χρόνια. Η παρακολούθηση γίνεται με επίσκεψη στον θεράποντα ιατρό για αξιολόγηση της ποιότητας ζωής και τυχόν συμπτωμάτων, με αιματολογικές εξετάσεις, με αξονική τομογραφία και με γαστροσκόπηση.